- οσχοφόριον
- ὀσχοφόριον και ὠσχοφόριον, τὸ (Α) [οσχοφόροι]1. το ιερό τής Σκιράδος Αθηνάς στο Φάληρο2. στον πληθ. τὰ ὀσχοφόρια ή ὠσχοφόριαμία από τις ημέρες τής αθηναϊκής εορτής Σκίρα, κατά την οποία νεαροί ευγενείς με γυναικεία περιβολή έφεραν κλάδους αμπέλων με σταφύλια και μετέβαιναν σε πομπή από τον ναό τού Διονύσου στον ναό τής Σκιράδος Αθηνάς.
Dictionary of Greek. 2013.